πανδαίδαλος

πανδαίδαλος
πανδαίδᾰλος, -ον
1 resplendent πανδαίδαλόν τ' εὐκλἔ ἀγοράν in Athens fr. 75. 5.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανδαίδαλος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. κατεργασμένος με πολύ λεπτή τέχνη, περίτεχνα διακοσμημένος, τεχνικότατος 2. το αρσ. ως ουσ. άριστος τεχνίτης, τέλειος στο είδος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαίδαλος (πρβλ. πολυ δαίδαλος)] …   Dictionary of Greek

  • πανδαίδαλον — πανδαίδαλος richly carved masc acc sg πανδαίδαλος richly carved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”